- χλωροφορμίζω
- -ισα, προκαλώ σε κάποιον αναισθησία με το χλωροφόρμιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χλωροφορμίζω — Ν προξενώ γενική νάρκωση με χλωροφόρμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωροφόρμιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
χλωροφορμιστής — ο, θηλ. χλωροφορμίστρια, Ν [χλωροφορμίζω] (παλ. τ.) βοηθός χειρουργού, ο οποίος εκτελεί την χλωροφόρμιση … Dictionary of Greek
χλωροφόρμιση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χλωροφορμίζω, χλωροφόρμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωροφόρμιο. Η λ., στον λόγιο τ. χλωροφόρμισις, μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
χλωροφόρμισμα — το, Ν [χλωροφορμίζω] ιατρ. μέθοδος αναισθησίας κατά την οποία το άτομο εισπνέει αέρα με ατμούς χλωροφορμίου … Dictionary of Greek
χλωροφόρμιση — η η πράξη του χλωροφορμίζω, η αναισθησία που προκαλείται από το χλωροφόρμιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)